- έκπεψις
- ἔκπεψις, η (Α)1. τέλεια ωρίμανση2. ψήσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκπεψις — cooking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπεψιν — ἔκπεψις cooking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέψεως — ἐκπέψεω̆ς , ἔκπεψις cooking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέψῃ — ἐκπέψηι , ἔκπεψις cooking fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)